- Πρόνομον
- Πρόνομοςgrazing forwardmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόνομον — πρόνομος grazing forward masc/fem acc sg πρόνομος grazing forward neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόνομος — (I) ον, Α [προνέμομαι] (για φυτοφάγα ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το σώμα του προς τα εμπρός. (II) ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α δικαίωμα, θεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νόμος] … Dictionary of Greek